φαινολικός

φαινολικός
-ή, -ό, Ν [φαινόλη (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινόλη (Ι)
2. ονομασία τών ενώσεων που προέρχονται από την φαινόλη (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”